- ὀγκώματα
- ὄγκωμαswellingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όγκωμα — το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ] εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμο νεοελλ. ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστού β. «γενειακό όγκωμα» στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… … Dictionary of Greek
μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
συγκλιτισμός — ο, Ν ιατρ. θέση τής κεφαλής τού εμβρύου κατά τον τοκετό, τέτοια που τα δύο βρεγματικά ογκώματα να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο αναφορικά με το οριζόντιο επίπεδο τής λεκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synclitisme (< συγκλίνω)] … Dictionary of Greek
εξοχή — η 1. ό,τι εξέχει, η προεξοχή, εξόγκωμα. 2. η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι αγροί, οι βοσκότοποι. 3. εξοχική περιοχή κατάλληλη για ανάρρωση αρρώστων ή για παραθερισμό υγιών. 4. (ιατρ.), δερματικά ογκώματα, κρεατοελιές. 5. στον πληθ., εξοχές τα αιχμηρά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)